νουνεχῶς

νουνεχῶς
νουνεχῶς (Aristot. 1436b, 33 νουνεχῶς κ. δικαίως; Polyb. 1, 83, 3; 2, 13, 1; 5, 88, 2; SibOr 1, 7; TestJob 36:6) adv. of νουνεχής (Just.) wisely, thoughtfully ἀποκρίνεσθαι Mk 12:34.—DELG s.v. νόος. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νουνεχῶς — νουνεχής with understanding adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχόντως — ἐχόντως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχω) φρ. «ἐχόντως νοῡν» νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος τού έχω*] …   Dictionary of Greek

  • μετακεντρίζω — (Α) κεντρίζω, εμβολιάζω σε άλλο δένδρο 2. μεταφυτεύω («πόθον ὅνπερ ὕστερον πρὸς τὸν ἀληθῆ θεὸν νουνεχῶς μετεκέντρισεν», Ανών.) …   Dictionary of Greek

  • νουνεχής — ές (ΑΜ νουνεχής, ές) συνετός, εχέφρων, μυαλωμένος («λογισμὸς ἑστὼς καὶ νουνεχής», Πολύβ.). επίρρ... νουνεχῶς (ΑΜ) με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. νοῦν ἔχει (πρβλ. προσ εχής, συν εχής) ή νοῦν ἔχων] …   Dictionary of Greek

  • πραγματικός — ή, ό / πραγματικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρᾱγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα 2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία») νεοελλ. 1. (νομ.) αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”